- χάσκω
- χάσκω βλ. πίν. 152
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χάσκω — yawn pres subj act 1st sg χάσκω yawn pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
χάσκω — χάσκισα και έχαξα 1. ανοίγω υπερβολικά το στόμα. 2. σχηματίζω χάσμα, χαίνω, σχηματίζω άνοιγμα: Χάσκουν τα σανίδια. 3. χαζεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαῖνον — χάσκω yawn pres part act masc voc sg χάσκω yawn pres part act neut nom/voc/acc sg χάσκω yawn imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) χάσκω yawn imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσκῃ — χάσκω yawn pres subj mp 2nd sg χάσκω yawn pres ind mp 2nd sg χάσκω yawn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχηνότα — χάσκω yawn perf part act neut nom/voc/acc pl χάσκω yawn perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχήνετε — χάσκω yawn perf imperat act 2nd pl χάσκω yawn plup ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέχηνε — χάσκω yawn perf imperat act 2nd sg χάσκω yawn perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέχηνεν — χάσκω yawn perf ind act 3rd sg χάσκω yawn plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαινόντων — χάσκω yawn pres part act masc/neut gen pl χάσκω yawn pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)